Αποφάσεις / Νέα

Σημαντικές αποφάσεις του γραφείο μας

72/2022 Συμβούλιο Εφετών Ανατολικής Κρήτης

Δεν είναι απολύτως αναγκαία η συνέχιση της κράτησης του εκκαλούντα για να αποτραπεί η τέλεση αξιόποινων πράξεων. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την υπό όρο απόλυση.

Δέχεται έφεση κρατούμενου κατά απορριπτικού βουλεύματος, διατάσσει την απόλυσή του.

3594/2022 Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών

Η ανεύρεση γενετικών στοιχείων που εμπεριέχονται στον γενετικό τύπο που έχει προκύψει από ανάμειξη βιολογικών υλικών δεν αποτελεί επαρκή ένδειξη για να στηριχθεί η κατηγορία της έκρηξης από την οποία προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, του εμπρησμού και της απόπειρας βαριάς σκοπούμενης βλάβης.

Αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορούμενου.

1040/2022 Άρειος Πάγος (Ζ’ Ποινικό)

Δεχόμενο το Δικαστήριο της ουσίας την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής, εσφαλμένα ερμήνευσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρ. 2 παρ. 1, 463 παρ. 5 ΠΚ και 22 παρ. 2γ του Ν. 4139/2013. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ.

Αναιρεί εν μέρει, παραπέμπει για νέα συζήτηση.

284/2022 Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών

Αθώος ομόφωνα για έκρηξη από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, παραβάσεις σχετικές με εκρηκτικές ύλες, εμπρησμός, διατάραξη κοινής ειρήνης, απόπειρα απρόκλητης σωματικής βλάβης, αντίστασης, οπλοφορίας.

25/2021 Μονομελές Εφετείο Θράκης

Από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 1 και 3 εδ α, 271 παρ. 1, 2, 272 και 498 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι σε περίπτωση ερημοδικείας του εκκαλούντος, αν ο τελευταίος επισπεύδει τη συζήτηση ή έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί σ’ αυτήν από τον εφεσίβλητο, η έφεση απορρίπτεται χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη 41.804, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 467/2016, ΑΠ 322/2015, ΑΠ 1192/2015 όλες δημ. Σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

2089/2022 Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών

Δικαίωμα παράστασης τεχνικού συμβούλου κατά τις εργασίες πραγματογνώμονα. Υποχρέωση γνωστοποίησης στον τεχνικό σύμβουλο του τόπου, χρόνου και θέματος, με ποινη ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης. Ακυρώνει έκθεση πραγματογνωμοσύνης.

349/2021 Διάταξη Εισαγγελέα Εφετείου Αθηνών

Αφαίρεση χρόνου κράτησης από την επιβληθείσα συνολική ποινή για αδίκημα για το οποίο ο κρατηθείς αθωώθηκε, κατ’ άρθρο 82 παρ. 2 ΠΚ.

789/2021 Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών

Συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση. Παράνομη κατοχή πολεμικού τυφεκίου και υποπολυβόλου. Δεν αποδείχθηκε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι συγκρότησαν, από κοινού και με άλλα άγνωστα άτομα, επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση, με ιεραρχία, διακριτούς ρόλους, αρχηγό, διαρκή δράση και σκοπό την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων. Δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη γνώριζε την ύπαρξη οπλισμού στο όχημα στο οποίο επέβαινε.

Ομόφωνα αθώα.

788/2021 Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών

Ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση. Ληστεία. Διακεκριμένη περίπτωση παράνομης κατοχής όπλων και εκρηκτικών. Ελαφρυντική περίσταση άρθρου 84 2α ΠΚ. Η βαρύτητα της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος δεν δύναται να ασκήσει επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με τη συνδρομή ή όχι του ελαφρυντικού. Τα κριτήρια που πρέπει να τεθούν α) η ηθική απόδειξη, β) η μη δέσμευση από το λευκό ποινικό μητρώο, γ) η αναζήτηση μέσα από την αποδεικτική διαδικασία στοιχείων τέτοιων που να καταδεικνύουν την μόνιμη προσήλωση του κατηγορούμενου στην έννομη τάξη, δ) τα στοιχεία αυτά να είναι προηγούμενα της τέλεσης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, ε) τα στοιχεία μπορούν να προκύπτουν από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το αδίκημα, να μην αποτελούν όμως στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης αυτού.

Δέχεται αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ.

947/2020 Άρειος Πάγος (ΣΤ' Ποινικό Τμήμα)

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις συγκεκριμένες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στην οποίαν στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της απόφασης με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, εφόσον όμως αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά δε μέσα η καταδικαστική απόφαση στερείται της επιβαλλομένης, κατά τα προαναφερόμενα, αιτιολογίας και ιδρύεται επίσης ο από το ίδιο άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, όταν, μεταξύ άλλων, δεν μνημονεύονται σ’ αυτήν τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσης του, χωρίς να είναι αναγκαία ειδικότερη αναφορά τούτων, ούτε και παράθεση των περιστατικών που προέκυψαν από καθένα, αρκεί να προκύπτει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων των αποδεικτικών μέσων κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το σύνολο αυτών. Εξάλλου, η κατά τα προαναφερόμενα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171§2 και 333§2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84§2 του ΠΚ, αφού σε περίπτωση αναγνώρισής της επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 του αυτού Κώδικα, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί σε διαφορετική περίπτωση ιδρύεται ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170§2 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ (ήδη 171 § 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ) και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510§1 στοιχ. Β’ του ίδιου ως άνω Κώδικα. […] Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί, κατά το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ακόμη, εσφαλμένη εφαρμογή συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Επιπρόσθετα, πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων ή η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. […] ΄Ως ελαφρυντική περίστασηα θεωρείται πλέον ότι ο υπαίτιος “συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του ακόμα και κατά την κράτησή του”. Η διάταξη αυτή σαφώς διαφοροποιείται ιδιαίτερα ως προς τον κρατούμενο δράστη και είναι προφανώς επιεικέστερη της προϊσχύσασας (άρθρο 2§1 του νέου Π Κ), Όπως δε χαρακτηριστικά αναγράφεται στην αιτιολογική έκθεση (σελ. 6 και 22) του ως άνω Π Κ, “Η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του κρίνεται κατά και μετά την κράτησή του, ως δείγμα της αντικειμενικά αξιολογούμενης υποχρέωσής του να συμπεριφέρεται “καλά”, δηλαδή, νόμιμα …Η καλή συμπεριφορά του καταδικασθέντος για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του αξιολογείται ελαφρυντικά ακόμα και κατά την κράτησή του. Τούτο, κατ’ αρχάς, επιβάλλεται από τον ειδικό προληπτικό σκοπό της ποινής κατά της ελευθερίας, αφού η καλή διαγωγή του κρατουμένου αποτελεί θετική ένδειξη για την κοινωνική ε πανένταξή του και η επιεικέστερη μεταχείρισή του προωθεί τον σκοπό αυτό. Η σκέψη ότι ο κρατούμενος δεν είχε αντικειμενικά τις ευκαιρίες ή τα κίνητρα που παρέχει η ελεύθερη διαβίωση να συμπεριφερθεί διαφορετικά, παραβλέπει το γεγονός ότι οι συνθήκες διαβίωσης μέσα στη φυλακή είναι πολύ πιο δύσκολες από ό,τι έξω από αυτήν” (ΑΠ 279/2020, ΑΠ 1818/2019). Αναγνωρίζει ελαφρυντικό.

947/2020 Άρειος Πάγος (ΣΤ' Ποινικό Τμήμα)403/2020 Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών

Συγκρότηση και ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση: Δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο μετά βεβαιότητας η ένταξη σε οργάνωση το 187Α ΠΚ. Ο κατηγορούμενος ήταν εκτεθειμένος στην Αστυνομία λόγω συμμετοχής του σε διάφορες συλλογικότητες του αναρχικού χώρου, εντούτοις δεν εντοπίστηκε καμία επαφή με μέλη της οργάνωσης.

Ομόφωνα αθώος από την κατηγορία της ένταξης σε οργάνωση.

1790/2020 Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών

Εγκληματική οργάνωση: Δεν αρκεί η περιστασιακή σύμπραξη προς τέλεση κακουργημάτων. DNA: Η στατιστική και πιθανολογική φύση του αποτελέσματος του τεστ DNA εμπεριέχει σημαντικές συνιστώσες αναξιοπιστίας τόσο κατά το εργαστηριακό στάδιο όσο και κατά το στάδιο της πληθυσμιακής ανάλυσης.

Γενετικός προσδιορισμός του ανθρώπου μόνο από το σύνολο του DNA .Το τεστ αναλύει μη αντιπροσωπευτικό κλάσμα. Το ελληνικό πληθυσμιακό δείγμα αναφοράς για στατιστική επεξεργασία είναι μόλις 208 άτομα. Δεν έχει δημοσιευτεί η σύνθεση. Τα επιθηλιακά κύτταρα είναι βιολογικό δείγμα υποδεέστερης αποδεικτικής σημασίας. Συνήθης η δευτερογενής μεταφορά τους. Η λεγόμενη “ταύτιση” του γενετικού τύπου του κατηγορούμενου με αυτό που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος δεν δίνει σε καμία περίπτωση εξατομίκευση (αποδεικτική μοναδικότητα). Νομολογιακές και βιβλιογραφικές παραπομπές. Άρθρο 15 Ν. 2168/93 ο σκοπός περαιτέρω διάθεσης των κατεχόμενων όπλων πρέπει να αποδεικνύεται από πράξεις αποσκοπούσες στη διάθεση προς τρίτους.

622/2019 Άρειος Πάγος (Στ’ Ποινικό)

Αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ ΠΚ σε κρατούμενο.

«Δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο, από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι εξ αυτής της καταστάσεώς του, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση), κατά το διάστημα της κρατήσεώς του, προδήλως εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Τούτο γιατί, σε διαφορετική περίπτωση και, πέραν των όποιων προνομίων που προβλέπει ο σωφρονιστικός Κώδικας και είναι ενδεχόμενο να τύχει ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, θα οδηγούσε όχι μόνο στην εξάλειψη, αλλά ενδεχομένως και στον περιορισμό της πιθανότητας βελτιώσεως του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του καταδικασθέντος και ήδη κρατουμένου. Η παραδοχή δε της συνδρομής της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2ε του Π.Κ, αναμφιβόλως τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατούμενου και η οποία συνέχεται με την εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφοράς του. Η καλή, δηλαδή, συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του».

2919/2018 Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών

Μετατροπή κατηγορίας διακεκριμένης ληστείας σε απόπειρα ληστείας. Αθώωση για κλοπή και απείθεια. Συνολική ποινή φυλάκισης 5 ετών και 3 μηνών, χορήγηση αναστολής επί τριετία.

1058/2018 Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών

Ένταξη σε οργάνωση άρθρου 187α ΠΚ. Το Δικαστήριο κατά πλειοψηφία (4-1) κρίνει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώο της πράξης της ένταξης, καθ’ όσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η βούλησή του να γίνει μέλος της ως άνω τρομοκρατικής οργάνωσης ούτε η αποδοχή, εκ μέρους του, των αρχών και των στόχων της, ενώ απλή υποστήριξη των ενεργειών της, στα πλαίσια κοινής ιδεολογίας, δεν τον καθιστά, άνευ ετέρου, μέλος αυτής.

2082, 2097/2018 Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών

Οι πράξεις της διακεκριμένης οπλοκατοχής και της πλαστογραφίας δεν είναι τρομοκρατικές διότι δεν ήταν δυνατόν να προκληθεί φόβος και ανησυχία στους ενοίκους των πολυκατοικιών, όπου οι κατηγορούμενοι κατείχαν τα όπλα και εν γένει πολεμικό υλικό, αφού όλες οι κινήσεις τους ήταν ήσυχες και διακριτικές, ώστε κανείς δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, ούτε σκόπευαν να προκαλέσουν φόβο και ανησυχία ούτε αποδείχθηκε ότι προέβησαν σε ενέργειες που ήταν δυνατόν να προκαλέσουν φόβο και ανησυχία, ούτε λόγω των πράξεων αυτών ήταν δυνατόν να μειωθεί ούτε μειώθηκε η φήμη της χώρας, ούτε λόγω αυτών εμφανίζεται ως ανασφαλής και ανίκανη να προστατεύσει τους πολίτες της.

2008, 2187/2017 Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών

Ένταξη σε οργάνωση του άρθρου 187α ΠΚ. Ο δράστης συγκρότησης ή ένταξης ως μέλος σε οργάνωση επιβάλλεται να διαθέτει τριπλό δόλο. Πρώτον: Δόλο τουλάχιστον ενδεχόμενο συγκρότησης ή ένταξης ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν από κοινού. Δεύτερον: Δόλο σκοπού για την τέλεση του εγκλήματος τη παραγράφου 1 και Τρίτον: Υπερχειλή δόλο σκοπού που απαιτείται από την παράγραφο 1  ως προς τον σοβαρό εκφοβισμό πληθυσμού κ.λπ., ο οποίος δεν θα πρέπει να συνάγεται de facto από την συμμετοχή σε ήδη γνωστή, χαρακτηρισμένη ως τέτοια τρομοκρατική οργάνωση, αλλά θα πρέπει να κρίνεται in concreto.

Το γεγονός και μόνο της φιλίας του κατηγορουμένου με τα ως άνω πρόσωπα και η παρουσία του στους χώρους που σύχναζαν αυτά, δεν αρκούν χωρίς άλλες ισχυρές αποδείξεις, για να κριθεί ένοχο των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε πρωτοδίκως. Κηρύσσει αθώο κατά πλειοψηφία.

4/2017 Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

Αίρεται η αποφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του πολιτικού Εφετείου Ναυπλίου αναφορικά με το έργο «Ανάπλαση Κεντρικής Πλατείας Μεγαλόπολης», εξαφανίζεται η υπ’ αριθ. 223/2008 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου και παραπέμπεται η υπόθεση στο Πενταμελές Πολιτικό Εφετείο Ναυπλίου.

1198/2017 Τριμελές Εφετείο Αθηνών (Πολιτικό)

Υπό τα δεδομένα αυτά, η αναιρεσείουσα υπήρξε από της συστάσεώς της και εξακολούθησε να είναι έως την, κατά τα άνω, λύση της, ενόψει της φύσεως των παρεχομένων στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών της, επιχείρηση κοινής ωφέλειας (βλ. και άρθρο 1 του ΠΔ 158/1997), υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 ΑΝ 173/1967 και 1 παρ. 1 ΝΔ 618/1970. Επομένως, υπόκειται, ως προς την αποζημίωση των αποχωρούντων λόγω συνταξιοδοτήσεως υπαλλήλων της, στο όριο των ανωτέρω νόμων (173/1967 και 618/1970), όπως το όριο αυτό αναπροσαρμόσθηκε σε 15.000 ευρώ με το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003 (ΑΠ 1122/2013).  Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω η εκκαλούσα από τη σύσταση έως και τη λύση της, ενόψει της φύσης των παρεχομένων στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών της, είναι επιχείρηση κοινής ωφελείας υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 ΑΝ 173/1967 και 1 παρ. 1 ΝΔ 618/1970 και η αποζημίωση των αποχωρούντων υπαλλήλων της υπόκειται στο όριο των 15.000 ευρώ, όπως αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003. Συνεπώς, η ένδικη αγωγή, στην οποία η ενάγουσα εκθέτει, ότι έλαβε για αποζημίωση κατά την αποχώρησή της το ποσό των 16.000 ευρώ, και ζητεί επιπλέον το υπόλοιπο ποσό των 21.863,22 ευρώ, είναι μη νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, στηριζόμενη στη σύμβαση εργασίας, αφού το ποσό που η ενάγουσα δέχεται στην αγωγή, ότι έλαβε για αποζημίωση, υπερκαλύπτει το ποσό που δικαιούταν. Μη νόμιμη, όμως, είναι η αγωγή και ως προς την επικουρική βάση της, γιατί μετά από τα ανωτέρω εκτιθεμένα δεν στοιχειοθετείται καταχρηστική συμπεριφορά της εναγομένης λόγω της άρνησής της να καταβάλει το αιτούμενο υπόλοιπο ποσό αποζημίωσης, αφού ασκεί νόμιμο δικαίωμά της. Κατ’ ακολουθίαν, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς την κυρία βάση της και επιδίκασε στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό, εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση με τον πρόσθετο λόγο της, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και ως προς τη συμπαρασυρόμενη διάταξη περί δικαστικών εξόδων. Στη συνέχεια θα πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση, να δικασθεί η αγωγή και να απορριφθεί αυτή ως μη νόμιμη.

892 / 2017 Άρειος Πάγος (Τμήμα Β2΄ Πολιτικό)

Κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του ΑΝ 173/1967 “Εις ας περιπτώσεις εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή Τράπεζα ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρείαι Υδάτων κ.λπ.) ή Επιχειρήσεις επιχορηγούμεναι υπό του Κράτους, η υπό του Ν. 2112/1920, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, οφειλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβαίνει εις πάσαν περίπτωσιν το ποσόν των 240.000 δραχμών, καταργουμένης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως νόμου ή συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίμου”. Το ανώτατο αυτό όριο αποζημιώσεως αυξήθηκε διαδοχικά και με το άρθρο 21 παρ. 13 του ισχύοντος Ν. 3144/2003 προσδιορίσθηκε στο ποσό των 15.000 ευρώ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ΝΔ 618/1970 “Τα υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του ΑΝ 173/1967 τιθέμενα ανώτατα όρια αποζημιώσεως ισχύουν διά πάσαν περίπτωσιν οφειλομένης, δυνάμει γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως εις τους αποχωρούντας, απομακρυνομένους ή απολυομένους υπαλλήλους και εργάτας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας ή Επιχειρήσεων επιχορηγουμένων υπό του Κράτους, εφ` οιαδήποτε σχέσει εργασίας μετ` αυτών συνδεομένων, καταργουμένης πάσης αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής και εθίμου”. Οι ως άνω διατάξεις, ως εκ του σκοπού θεσπίσεώς τους, που προδήλως έγκειται στον περιορισμό, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, των αποζημιώσεων των προαναφερόμενων μισθωτών για την οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των άλλων Οργανισμών και Επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας, δεδομένου ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν τελικώς τους φορολογούμενους ή το κόστος των παρεχομένων στους πολίτες υπηρεσιών, αποτελούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια, αφού τείνουν τελικά σε προστασία και των πολιτών, και υπερισχύουν γι` αυτό των ευνοϊκότερων όρων των Σ.Σ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990. Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, έχοντας εξ ορισμού ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών, για τους οποίους πρωτίστως ενδιαφέρεται το Κράτος, αποτελούν κατά κανόνα κατηγορία δημοσίων επιχειρήσεων, που ελέγχονται από το δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα ή οργανισμούς δημοσίου χαρακτήρα. Αποφασιστικό, όμως, στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας επιχειρήσεως ως κοινής ωφέλειας δεν είναι η νομική μορφή ή ο φορέας της, ούτε το νομικό καθεστώς που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της, αλλά η φύση των υπηρεσιών της, οι οποίες πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα συνεστήθη με το Ν. 446/1976, σύμφωνα με το άρθρο 1 του οποίου, συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, υπό την επωνυμία “Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομήσεως Οικισμού και Στεγάσεως” (ΔΕΠΟΣ), το οποίο αποτελεί Δημόσια Επιχείρηση ανήκουσα εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, λειτουργούσα χάριν του δημοσίου συμφέροντος, διεπόμενη από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και απολαμβάνουσα διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελούσα δε υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Κράτους, το οποίο παρέχει στη ΔΕΠΟΣ την πλήρη συμπαράσταση και εγγύηση αυτού για την επιτυχία των σκοπών της. Με το άρθρο 3 του ως άνω Ν. 446/1976 ορίζεται ότι σκοπός της ΔΕΠΟΣ είναι η οργανωμένη κατασκευή και προσφορά κατοικίας, σε στάθμη οικησιμότητας και σε προσιτές τιμές, ως αυτοτελούς οικοδομής ή διαμερίσματος ορόφου, σε όλη την Επικράτεια, τόσο για αστική όσο και για αγροτική στέγαση, σε πρόσωπα μικρών και μεσαίων εισοδημάτων, καθώς και η εκτέλεση των απαιτουμένων, για την εξασφάλιση κατάλληλου πολεοδομικού περιβάλλοντος, πάσης φύσεως έργων, που συναρτώνται με την κατασκευή ολοκληρωμένων πολεοδομικών μονάδων. Ο Ν. 947/1979 “περί οικιστικών περιοχών”, με τις παραγράφους 1 και 6 του άρθρου 56 όρισε ότι, με προεδρικό διάταγμα, που θα εκδοθεί εντός έξι (6) μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του νόμου αυτού, μετά από πρόταση του Υπουργού Δημοσίων Έργων, θέλει τροποποιηθεί, συμπληρωθεί και διαμορφωθεί σε ενιαίο κείμενο η περί ΔΕΠΟΣ, μετονομαζομένη σε “Δημοσία Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στεγάσεως”, υφιστάμενη νομοθεσία, επί τω τέλει όπως διευρυνθεί ο σκοπός αυτής (παρ. 1) και με προεδρικό διάταγμα, που θα εκδοθεί με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Εργων, εντός της αυτής ως άνω προθεσμίας, θέλουν καθορισθεί τα των πόρων και της οικονομικής διαχειρίσεως, καθώς και τα προνόμια και οι απαλλαγές της ΔΕΠΟΣ (παρ. 6). Σε εκτέλεση της διατάξεως, της μεν παραγράφου 6 του παραπάνω άρθρου 56 του Ν. 947/1979, εκδόθηκε το ΠΔ 56/1980, με το άρθρο 4 του οποίου επαναλαμβάνεται το άρθρο 14 του άνω Ν. 446/1976, δηλαδή ότι η ΔΕΠΟΣ απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και πάντων των διοικητικών, οικονομικών και δικονομικών προνομίων, ως εάν είναι αυτό το Δημόσιο. Σε εκτέλεση δε της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 56 του Ν. 947/1979 εκδόθηκε το ΠΔ 811/1980 “Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και διαμορφώσεως εις ενιαίον κείμενον της περί ΔΕΠΟΣ υφισταμένης νομοθεσίας”, στο άρθρο 2 παρ. 2 του οποίου ενσωματώθηκε το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 446/1976, σύμφωνα με το οποίο, κατά τα άνω, η ΔΕΠΟΣ αποτελεί Δημόσια Επιχείρηση ανήκουσα εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, λειτουργούσα χάριν του Δημοσίου συμφέροντος, διεπόμενη από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και απολαμβάνουσα διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελούσα δε υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Κράτους, το οποίο παρέχει στην ΔΕΠΟΣ την πλήρη συμπαράσταση και εγγύηση αυτού, για την επιτυχία των σκοπών της, που είναι, κατά το άρθρο 4 του εν λόγω ΠΔ 811/1980 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο μόνο παρ. 2 του ΠΔ 12/1981), η προσφορά κατοικίας και εν γένει η δημιουργία δυνατοτήτων στεγάσεως σε προσιτές τιμές και σε ικανοποιητική στάθμη οικιστικού περιβάλλοντος σε όλη την Επικράτεια, τόσο για αστική όσο και για αγροτική στέγαση, σε πρόσωπα μικρής και μεσαίας περιουσιακής και εισοδηματικής καταστάσεως, και γενικώτερα η δημιουργία ικανοποιητικών πολεοδομικών και οικιστικών συνθηκών, στα πλαίσια της ασκούμενης οικιστικής, χωροταξικής και κοινωνικής πολιτικής του Κράτους. Στο δε άρθρο 17 του ίδιου ΠΔ 811/1980 ορίζεται ότι, περί των προνομίων και απαλλαγών της ΔΕΠΟΣ ισχύουν οι διατάξεις του ως άνω υπ` αριθμ. 56/1980 Π.Δ/τος. Ακολούθως, κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του Ν. 2414/1996 “για τον εκσυγχρονισμό των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και άλλες διατάξεις”, εκδόθηκε το ΠΔ 158/1997, με το οποίο η ΔΕΠΟΣ, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που συνεστήθη με το Ν. 446/1979, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία “ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (ΔΕΠΟΣ Α.Ε.)” και εγκρίθηκε το Καταστατικό της. Με το άρθρο 1 του άνω ΠΔ 158/1997 ορίζεται, ότι η εταιρεία λειτουργεί χάριν του Δημόσιου συμφέροντος και για την κοινή ωφέλεια κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και τελεί υπό την εποπτεία του Κράτους, ασκουμένη από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2414/1996. Κατά το άρθρο 2 του ίδιου Π.Δ/τος, σκοποί της ΔΕΠΟΣ Α.Ε., μεταξύ άλλων, είναι η εφαρμογή της πολεοδομικής, χωροταξικής και στεγαστικής πολιτικής του Κράτους σχετικά με την αναβάθμιση των πόλεων από πολεοδομικής και περιβαλλοντικής απόψεως, η ανάπλαση υποβαθμισμένων περιοχών, η ανάπτυξη οργανωμένων οικιστικών ενοτήτων, η ανάδειξη έργων πολιτιστικής κληρονομιάς και γενικά πολεοδομικές, οικιστικές και κτιριακές παρεμβάσεις. Η συμβολή στη δημιουργία κατάλληλης στέγασης με προσιτό κόστος και ικανοποιητικό οικιστικό περιβάλλον για άτομα χαμηλής και μεσαίας περιουσιακής και εισοδηματικής καταστάσεως, καθώς και η συμβολή στη δημιουργία ικανοποιητικών πολεοδομικών και οικιστικών συνθηκών στο πλαίσιο της ασκουμένης οικιστικής, χωροταξικής και κοινωνικής πολιτικής του Κράτους. Η μελέτη, κατασκευή, οργάνωση και διαχείριση έργων εξυγιάνσεως και αναπλάσεως περιοχών, που παρουσιάζουν δυσμενείς πολεοδομικές ή στεγαστικές συνθήκες ή δυσμενές αστικό περιβάλλον ή περιοχών που χρήζουν ειδικής προστασίας. Η σύνταξη, διαχείριση και υλοποίηση προγραμμάτων και έργων για την στέγαση και εξυπηρέτηση ατόμων ή κοινωνικών ομάδων που χρήζουν ιδιαίτερης μέριμνας ή που έχει αναλάβει το Κράτος την υποχρέωση να τους παράσχει στέγη με σκοπό την κοινωνική τους επανένταξη, σε συνδυασμό, όπου αυτό επιβάλλεται, με ευρύτερα κοινωνικά και οικονομικά προγράμματα κοινωνικής ένταξης και ενσωμάτωσης. Η παροχή πιστώσεων από τα κεφάλαια της ΔΕΠΟΣ προς χορήγηση εντόκων ή ατόκων οικοδομικών ή στεγαστικών δανείων σε δικαιούχους στέγης, ομάδες ή άτομα, για την απόκτηση κατοικίας ή οικοπέδου, που βρίσκεται μέσα σε περιοχή οικιστικού προγράμματος της ΔΕΠΟΣ. Με το άρθρο 9 του άνω ΠΔ 158/1997 ορίζεται, ότι η Γενική Συνέλευση της ΔΕΠΟΣ Α.Ε. αποτελείται από τονμοναδικό μέτοχο που είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών. Με το άρθρο 25 του ίδιου Π.Δ/τος ρυθμίζονται θέματα του Προσωπικού της ΔΕΠΟΣ Α.Ε. και ορίζεται, στη παράγραφο 5 περ. στ` του άρθρου αυτού, ότι η σύμβαση εργασίας του τακτικού προσωπικού της ΔΕΠΟΣ Α.Ε. λύεται για τους παρακάτω λόγους και σύμφωνα με τη διαδικασία που θα προβλεφθεί από τον Κανονισμό Καταστάσεως Προσωπικού: 1. Με τη συμπλήρωση της ηλικίας των 65 χρόνων. 2. Μετά εξάμηνο από την κατάργηση της οργανικής θέσης στην οποία υπηρετούσε, εκτός αν υπάρχει αντίστοιχη κενή θέση ή μετά τη συμπλήρωση συνολικής 35ετούς απασχολήσεως. 3. Εάν ο μισθωτός παραιτηθεί. 4. Εάν ο μισθωτός κηρυχθεί ανίκανος προς εργασία. 5. Εάν κριθεί από αρμόδιο Συμβούλιο απολυτέος για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή για ακαταλληλότητα. 6. Εάν του επιβληθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ποινή που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και 7. Με εθελουσία έξοδο και αποζημίωση κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, που εγκρίνεται από την Γενική Συνέλευση. Τέλος, κατά το άρθρο 29 του εν λόγω ΠΔ 158/1997, η ΔΕΠΟΣ Α.Ε. απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικονομικών προνομίων σαν να είναι αυτή το Δημόσιο. Ήδη με το άρθρο 2 του Ν. 3895/2010 η ΔΕΠΟΣ Α.Ε. λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση. Υπό τα δεδομένα αυτά, η αναιρεσείουσα υπήρξε από της συστάσεώς της και εξακολούθησε να είναι έως την, κατά τα άνω, λύση της, ενόψει της φύσεως των παρεχομένων στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών της, επιχείρηση κοινής ωφέλειας (βλ. και άρθρο 1 του ΠΔ 158/1997), υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 ΑΝ 173/1967 και 1 παρ. 1 ΝΔ 618/1970. Επομένως, υπόκειται, ως προς την αποζημίωση των αποχωρούντων λόγω συνταξιοδοτήσεως υπαλλήλων της, στο όριο των ανωτέρω νόμων (173/1967 και 618/1970), όπως το όριο αυτό αναπροσαρμόσθηκε σε 15.000 ευρώ με το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003 (βλ. ΑΠ 1121/2013, ΑΠ 1122/2013 ΤΝΠ Νόμος).
Στη προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ότι η αναιρεσίβλητη εργάσθηκε στην αναιρεσείουσα Δημόσια Επιχείρηση, η οποία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και για την κοινή ωφέλεια, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως σχεδιάστρια, από 01.12.1981 μέχρι 26.03.2008, που αποχώρησε λόγω συμπληρώσεως των προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως. Ότι κατά την 07.05.2008 η αναιρεσίβλητη κοινοποίησε στην αναιρεσείουσα αντίγραφο της αποφάσεως συνταξιοδοτήσεώς της από τον ασφαλιστικό της φορέα και αξίωσε την καταβολή της αποζημιώσεως που εδικαιούτο, ανερχομένης στο ποσό των 48.629,09 ευρώ, έναντι του οποίου η αναιρεσείουσα κατέβαλε σ` αυτην 1.500 ευρώ, οφείλουσα την εντεύθεν προκύπτουσα διαφορά, ποσού 47.129,09 ευρώ (48.629,09 – 1.500). Με αυτές τις παραδοχές, το Εφετείο επικύρωσε, με απόρριψη της εφέσεως της αναιρεσείουσας, την πρωτόδικη απόφαση (1474/2010 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), που έκρινε ομοίως και επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη, για την εν λόγω αιτία, το παραπάνω ποσό των 47.129,09 ευρώ.
Με την κρίση του, όμως, αυτή το Εφετείο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, εφόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, για την αποζημίωση, που εδικαιούτο η αναιρεσίβλητη, λόγω αποχωρήσεώς της από την υπηρεσία της στην αναιρεσείουσα συνεπεία συνταξιοδοτήσεώς της, ισχύει ο τιθέμενος από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 του ΑΝ 173/1967, 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003 και 1 παρ. 1 του ΝΔ 618/1970 περιορισμός του ποσού της αποζημιώσεως σε εκείνο των 15.000 ευρώ. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναιρέσεως, κρινόμενοι ενιαίως, ως λόγοι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον με αυτούς αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια της παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκασή της, στο ίδιο Εφετείο (Αθηνών), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 (βλ. ΑΠ 1121/2013, ΑΠ 1122/2013 ΤΝΠ Νόμος). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

1592/2017 Τριμελές Εφετείο Αθηνών

[…] Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του και προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες στέγασης των ομογενών παλιννοστούντων από την πρώην ΕΣΣΔ στην περιοχή Μακεδονίας – Θράκης, το ΔΣ αυτού αποφάσισε τη δημιουργία οικισμού μόνιμης εγκατάστασης αυτών, στην περιοχή Ζυγού του Ν. Καβάλας, σε έκταση ιδιοκτησίας του, επιφανείας 300 στρεμμάτων. Για το λόγο αυτό συνήψε με τη Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης (ΔΕΠΟΣ ΑΕ) την από 20-10-1994 και με αριθ. 442 «ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΜΕΛΕΤΩΝ, ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΜΟΝΙΜΗΣ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΠΟΝΤΙΩΝ ΣΤΟ ΖΥΓΟΥ ΤΟΥ Ν. ΚΑΒΑΛΑΣ» , με την οποίο το Ίδρυμα, ανέθεσε στη ΔΕΠΟΣ ΑΕ την εκπόνηση των απαραίτητων μελετών, τον τρόπο δημοπράτησης του έργου με την προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία της προεπιλογής με αυστηρά κριτήρια για τη δυναμικότητα των υποψήφιων εργοληπτών ώστε να υπάρξει αξιόπιστος κατασκευαστής , με μεγάλη εμπειρία σε οικοδομικές εργασίες που θα φέρει σε πέρας το έργο και να επιτευχθεί ταχύτατος ρυθμός στην εκτέλεση της εργολαβίας, την επίβλεψη της κατασκευής του έργου και την οργάνωση, διοίκηση και κατασκευαστική διαχείριση του έργου […] Περαιτέρω η ΔΕΠΟΣ ΑΕ, προς εκπλήρωση των από την ως άνω σύμβαση υποχρεώσεών της και κατόπιν διενέργειας δημόσιου διαγωνισμού, κατάρτισε με την προσφεύγουσα – ενάγουσα –  εναγομένη κοινοπραξία με την επωνυμία «………….» (η επωνυμία της οποίας, μετά από απορρόφηση της ανώνυμης εταιρίας «………» από την ανώνυμη εταιρία «……..», μετατράπηκε σε «……») την από 14-11-1995 σύμβαση για την εκτέλεση του έργου «ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΡΓΩΝ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΚΑΙ 144 ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ ΝΕΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ, ΣΤΟ ΖΥΓΟ ΝΟΜΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ» , το οποίο ειδικότερα θα περιλάμβανε την πλήρη κατασκευή των έργων υποδομής, σύμφωνα με τις τεχνικές περιγραφές και προδιαγραφές των συμβατικών τευχών, τις οικοδομικές και στατικές εργασίες καθώς και τις ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες και εγκαταστάσεις, όπως και κάθε άλλη εργασία, που αν και ρητά δεν αναφερόταν στη σύμβαση, ήταν απαραίτητη για την ολοκλήρωση της ανωδομής των κατοικιών και την άρτια λειτουργία αυτών, τις εργασίες διαμόρφωσης προσβάσεων προς τα σπίτια, περιβάλλοντος χώρου κ.λ.π. και την πλήρη κατασκευή και λειτουργία βιολογικού καθαρισμού, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές και περιγραφές, που σε συνδυασμό με τον ήδη υπάρχοντα, θα εξυπηρετούσε τον οικισμό […].

Συνεπώς, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η κρινόμενη από 10-1-2016 έφεση, κατά το μέρος που αφορά οριστικές διατάξεις της παραπάνω απόφασης (4348/2011), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ειδικότερα η κρινόμενη από 10-1-2016 έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος αυτής που αφορά : 1) ως προς την με αριθ. καταθ. 47/29-7-1007 αγωγή και κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη αυτής ως προς το ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΠΟΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΛΙΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΟΜΟΓΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ», (πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου εφέσεως), 2) ως προς τις με αριθ. καταθ. 1136/2001, 1812/2003, 11340/2005 και 1408/2007 προσφυγές – αγωγές και κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη αυτών για τα κοινοπρακτούντα μέλη της αναδόχου κοινοπραξίας, εταιρίες με την επωνυμία «…… ΑΕ» και «…… ΑΕ», λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης αυτών και καταλογισμού δικαστικής δαπάνης σε βάρος τους (πρώτο σκέλος του τέταρτου, τρίτου, πέμπτου και πρώτου λόγου εφέσεως αντίστοιχα), 3) ως προς την με αριθ. καταθ. 1408/7-2-2007 προσφυγή – αγωγή και κατά το μέρος που αφορά α) την απόρριψη αυτής για την δεύτερη εναγομένη «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΑΕ» (δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως), β) την απόρριψη του αγωγικού κονδυλίου των 1.200.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως), 4) ως προς την με αριθ. κατάθ. 1136/28-11-2001 προσφυγή και κατά το μέρος που αφορά α) την απόρριψη των αγωγικών αιτημάτων περί αναγνώρισης ότι παράνομα και αντισυμβατικά απορρίφθηκε η με αριθ. καταθ. 261/20-10-2000 αίτηση της προσφεύγουσας κοινοπραξίας περί διάλυσης της εργολαβίας και ότι το από 12-2-2001 πρωτόκολλο προσωρινής παραλαβής του έργου είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμο (δεύτερο σκέλος του  τέταρτου λόγου εφέσεως) και β) την απόρριψη ως απαράδεκτου του αγωγικού κονδυλίου των 1.322.273.62 ευρώ που αφορά τους αιτούμενους 7ο έως και 11ο λογαριασμούς λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος (τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου εφέσεως) και των τόκων επί αυτών λόγω αοριστίας (τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου εφέσεως), 5) ως προς την με αριθ. καταθ. 11340/7-12-2005 προσφυγή – αγωγή και κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη του αιτήματος επιδίκασης τόκων ως προς το ποσό των 5.619.333 ευρώ από 11-5-2005, ημερομηνία παρέλευσης μηνός από την υποβολή του 13ου λογαριασμού και ως προς το ποσό των 1.232.575 ευρώ από 28-2-2003, ημερομηνία παρέλευσης μηνός από την υποβολή του 12ου λογαριασμού (δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου εφέσεως). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ, απαγορεύεται η άσκηση δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής απόφασης, έστω και αν στηρίζεται σε άλλους λόγους ή στρέφεται κατά άλλου κεφαλαίου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ίδιου Κώδικα ορίζεται, ότι αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις, τότε το δικαστήριο την απορρίπτει, ως απαράδεκτη και αυτεπάγγελτα. Σκοπός της πρώτης από τις πιο πάνω διατάξεις είναι η αποφυγή κατακερματισμού της δίκης και της επιβράδυνσης της τελεσίδικης κρίσης επί της διαφοράς προς βλάβη του νικήσαντα διαδίκου. Και πραγματικά τα εξαρτώμενα από την τελεσιδικία αποτελέσματα του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας (άρθρα 321 και 904 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ) θα εβράδυναν απαράδεκτα, αν ο ηττημένος στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας διάδικος είχε το δικαίωμα να ασκεί συγχρόνως ή διαδοχικώς περισσότερες εφέσεις και να προσβάλει σε καθεμία από αυτές διαφορετικά κεφάλαια της απόφασης ή να προβάλει νέους, λόγους. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 514 ΚΠολΔ είναι : α) Να πρόκειται για άσκηση δεύτερης έφεση, β) με τη δεύτερη έφεση να πλήττεται η ίδια απόφαση, η οποία επλήγη με την πρώτη έφεση και γ) να πρόκειται για έφεση, που ασκείται κατά του αυτού διαδίκου, ως εφεσίβλητου, κατά του οποίου ασκήθηκε η πρώτη έφεση, πράγμα το οποίο συμβαίνει επί περισσότερων σε ολόκληρο υπόχρεων προσώπων, τα οποία μεταξύ τους συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση εκδ. 2003, σελ. 60επ. παρ 161 επ.σ.47 επ., ΟλΑΠ 1138/1974 ΝοΒ 23, 640, ΑΠ 1779/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 533/2001 ΕλλΔνη 2001.1600). […]

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει ότι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 2000/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία).

Απορρίπτει την από 10-1-2016 (αριθμός κατάθεσης 172/11-1-2016) έφεση κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο. […]

591/2015 Άρειος Πάγος (Τμήμα Β1 Πολιτικό)

Η αναιρεσίουσα, Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης ΑΕ, υπήρξε από της συστάσεώς της και εξακολούθησε να είναι έως την, κατά τα άνω, λύση της, ενόψει της φύσεως των παρεχομένων στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών της, επιχείρηση κοινής ωφέλειας (βλ. και άρθρο 1 του ΠΔ 158/1997), υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 ΑΝ 173/1967 και 1 παρ. 1 ΝΔ 618/1970. Επομένως, υπόκειται, ως προς την αποζημίωση των αποχωρούντων λόγω συνταξιοδοτήσεως υπαλλήλων της, στο όριο των ανωτέρω νόμων (173/1967 και 618/1970), όπως το όριο αυτό αναπροσαρμόσθηκε σε 15.000 ευρώ με το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003. Συνέπεια αυτού είναι η αγωγή με την οποία ζητείται αποζημίωση, μεγαλύτερη από το ως άνω όριο των 15.000 ευρώ, να είναι κατά το υπερβάλλον μη νόμιμη ( ΑΠ 591/2015). Δέχεται την αναίρεση.

1121/2013 Άρειος Πάγος (Τμήμα Β1 Πολιτικό)

Η αναιρεσίουσα, Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης ΑΕ, υπήρξε από της συστάσεώς της και εξακολούθησε να είναι έως την, κατά τα άνω, λύση της, ενόψει της φύσεως των παρεχομένων στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών της, επιχείρηση κοινής ωφέλειας (βλ. και άρθρο 1 του ΠΔ 158/1997), υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 ΑΝ 173/1967 και 1 παρ. 1 ΝΔ 618/1970. Επομένως, υπόκειται, ως προς την αποζημίωση των αποχωρούντων λόγω συνταξιοδοτήσεως υπαλλήλων της, στο όριο των ανωτέρω νόμων (173/1967 και 618/1970), όπως το όριο αυτό αναπροσαρμόσθηκε σε 15.000 ευρώ με το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003. Συνέπεια αυτού είναι η αγωγή με την οποία ζητείται αποζημίωση, μεγαλύτερη από το ως άνω όριο των 15.000 ευρώ, να είναι κατά το υπερβάλλον μη νόμιμη ( ΑΠ 591/2015). Δέχεται την αναίρεση.

1122/2013 Άρειος Πάγος (Τμήμα Β1 Πολιτικό)

Το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 του ΑΝ 173/1967, 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003 και 1 παρ. 1 του ΝΔ 618/1970. Δεκτή η αίτηση αναίρεσης, αναιρείται η με αρ. 1954/2011 απόφαση του Εφετείου και παραπέμπεται η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

2770/2012 Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών – Τμήμα Ενοχικό (δια του τύπου τελούμενα αδικήματα)

Το πρώτο των εναγόντων ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Φιλίππου Ένωση της Ελλάδος» λειτουργεί δυνάμει του ΑΝ 858/1937 ως εποπτεύουσα τον ιπποδρόμιο αρχή με καθήκοντα την επίβλεψη και διασφάλιση της αξιοπιστίας των ιπποδρομιακών αγώνων σε συνδυασμό με το «δημόσιο στοίχημα» το οποίο διεκπεραιώνει ο «οργανισμός διεξαγωγής ιπποδρομιακού στοιχήματος ΑΕ», η δε διοίκηση αυτού ασκείται από εννεαμελές διοικητικό συμβούλιο. Ο εναγόμενος είναι ο μοναδικός εταίρος της μονοπρόσωπης εταιρείας με την επωνυμία «…..» η οποία εκμεταλλεύεται ιστοσελίδα στο διαδίκτυο με θέματα και ειδησεογραφία ελληνικών και διεθνών ιπποδρομιών και ταυτόχρονα είναι ο συντάκτης της ιστοσελίδας αυτής. Από το 2001 είναι ο πρόεδρος του «Ελληνικού Συνδέσμου Ιδιοκτητών Ίππων» ο οποίος (σύνδεσμος) είναι ο συνδικαλιστικός φορέας των ιδιοκτητών ίππων με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των μελών του και την εν γένει προβολή και διάδοση του αθλήματος. Στις 31-12-2009 ο εναγόμενος διέλαβε στην παραπάνω ιστοσελίδα, αναφερόμενος στους ενάγοντες – φυσικά πρόσωπα οι οποίοι κατά τον χρόνο εκείνο ήταν μέλη του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου ενάγοντος νομικού προσώπου, σε συνδυασμό με δικές του ενέργειες που κατά τους ισχυρισμούς του κατέτειναν στον έλεγχο των πεπραγμένων της εν λόγω διοίκησης, τα εξής. «…» και κάτω από την φωτογραφία και το όνομα του τρίτου των εναγόντων – αντιπροέδρου της ΦΕΕ και μεταξύ άλλων τα εξής «…». Στις παραπάνω αναφορές δεν αποδείχθηκε […] ότι ο εναγόμενος προέβη έχοντας δόλο να προβάλει την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων, ως μελών του διοικητικού συμβουλίου της «Φιλίππου ένωσης Ελλάδος». […] Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι κινήθηκε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον στη σύνταξη των επίδικων δημοσιευμάτων το οποίο υπαγορεύθηκε τόσο από την μακρόχρονη ενασχόλησή του με τις ιπποδρομίες, όσο ιδίως από την ως άνω ιδιότητα του ως προέδρου του ελληνικού συνδέσμου ιδιοκτητών ίππων. Προέβη δε στις επίδικες κρίσεις αφενός για να γνωστοποιήσει σημαντικά γεγονότα που αφορούν στην ελληνικές ιπποδρομίες και ταυτόχρονα να διαφυλάξει τον συμφέρον των υπολοίπων χρηστών του διαδικτύου να ενημερώνονται για τα θέματα αυτά, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι οι ενάγοντες είναι πρόσωπα που κατέχουν σημαντικό ρόλο στη δημόσια αθλητική, κοινωνική και οικονομική ζωή. Στηρίχθηκε κυρίως αφενός σε ανακοίνωση του οργανισμού διεξαγωγής ιπποδρομιών Ελλάδος (ΟΔΙΕ) περί ελλείμματος του «λογαριασμού επάθλων» (λογαριασμός που τηρείται από τη ΦΕΕ), αφετέρου σε προγενέστερες καταγγελίες του περί περιορισμένης συμμετοχής ίππων από χώρες της ΕΕ και θέσπιση υψηλότατων βραβείων για τους ελληνικούς ίππους, ώστε να ευνοούνται κατά την επιχειρηματολογία του οι έλληνες ιπποπαραγωγοί, αλλά και στην επιβάρυνση του ειδικού ιπποδρομιακού λογαριασμού επάθλων με το κόστος δαπάνης των βιοχημικών αναλύσεων των ούρων των διαγωνιζόμενων ίππων. Η μακρόχρονη ενασχόλησή του με τις ιπποδρομίες προκαλεί μόνιμες τριβές με τις εκάστοτε διοικήσεις της ΦΕΕ, γεγονός που αναιρεί οποιαδήποτε εκ μέρους του πρόθεση να στοχεύει ειδικά κατά της προσωπικότητας των εκάστοτε μελών, οι οποίοι όντας στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σημαίνοντα πρόσωπα στον δημόσιο οικονομικό και κοινωνικό βίο όπως εν προκειμένω, βαρύνονται με αυξημένα όρια ανοχής σε δριμεία κριτική για την ανάληψη δραστηριοτήτων που έχουν αντίκτυπο στο σύνολο, ενώ θεωρείται ότι παρέχουν διαρκή και σταθερή συναίνεση στην προσβολή της εικόνας τους (δημοσίευση φωτογραφιών), όπως εν προκειμένω συνέβη με τον τρίτο ενάγοντα. Οι επίδικες δε οξείες εκφράσεις όπως «…», «…» συνιστούν περισσότερο δριμύ ύφος κριτικής παρά εξυβριστικό τρόπο εκδήλωσης. Με βάση τα παραπάνω πρέπει η σχετική του εναγομένου καταλυτική της αγωγής ένσταση του άρθρου 367 παρ. 1 Π.Κ να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, η δε αγωγή να απορριφθεί – κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη – ως ουσιαστικα αβάσιμη (παρέλκει η εξέταση της ένστασης καταχρηστικής άσκησης της αγωγής) καθώς και η προς απόκρουση της ιδίας ενστάσεως αντένσταση των εναγόντων που καθ’ υποφοράν αναπτύσσεται στην αγωγή (άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ).

5021/2011 Εφετείο Αθηνών (Πολιτικό Τμήμα)

Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή, με το προαναφερόμενο περιεχόμενό της, κατά το μέρος που με αυτήν οι ενάγουσες (ήδη εφεσίβλητες) ζητούσαν την επιδίκαση, ως αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, 1) στην μεν πρώτη τούτων το υπέρτερο του προαναφερόμενου ποσού των 15.000 ευρώ, συνολικό ποσό των 49.115,48 ευρώ και 2) στην δε δευτέρα τούτων το υπέρτερο του προαναφερόμενου ποσού των 15.000 ευρώ, συνολικό ποσό των 36.970,50 ευρώ, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, κατά το υπερβαίνον τις 15.000 ευρώ δι’ εκάστη ενάγουσα ποσό, αφού, κατά τα προαναφερθέντα και στη μείζονα σκέψη, η εναγόμενη ΔΕΠΟΣ ΑΕ, ενόψει των παρεχομένων στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών της, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που την διέπει, είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα, που λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, και που επιδιώκει κοινωφελείς σκοπούς, ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση αναγκών του κοινωνικού συνόλου, όπως η εφαρμογή της πολεοδομικής, χωροταξικής και στεγαστικής πολιτικής του Κράτους με την αναβάθμιση των πόλεων, την ανάπτυξη οργανομένων οικιστικών ενοτήτων, την ανάδειξη έργων πολιτιστικής κληρονομιάς, τη συμβολή στη δημιουργία κατάλληλης στέγασης, με προσιτό κόστος για άτομα χαμηλής και μεσαίας περιουσιακής και εισοδηματικής καταστάσεως, τη μελέτη και κατασκευή έργων εξυγιάνσεως περιοχών που παρουσιάζουν δυσμενές αστικό περιβάλλον, αλλά και την ανάληψη επιτελικού και εποπτικού ρόλου για λογαριασμό του υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, ώστε, συνακόλουθα, η εναγόμενη ΔΕΠΟΣ ΑΕ εμπίπτει στους φορείς, οι οποίοι κατά την έννοια του άρθρου 2 § 2 ΑΝ 173/1967 οφείλουν μειωμένη αποζημίωση του Ν. 2112/1920 στους εργαζόμενους που αποχωρούν από την εργασία τους, ανερχόμενη ήδη (όπως ανωτέρω εξετέθη) στο (κατά πολύ μικρότερο του αιτούμενου με την αγωγή) ποσό των 15.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη και κατά το μέρος που με αυτήν οι ενάγουσες ζητούσαν την επιδίκαση εις εκάστη τούτων, ως αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, ποσού υπέρτερου του νόμιμου ποσού των 15.000 ευρώ, και συγκεκριμένα την επιδίκαση 1) στην μεν πρώτη ενάγουσα το υπέρτερο του προαναφερόμενου ποσού των 15.000 ευρώ, συνολικό ποσό των 49.115,48 ευρώ και 2) στην δευτέρα ενάγουσα το υπέρτερο του προαναφερόμενου ποσού των 15.000 ευρώ, συνολικό ποσό των 36.970,50 ευρώ, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο κατά τα προαναφερθέντα και στη μείζονα σκέψη, και ο σχετικός πρόσθετος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 14 του νόμου 446/1976 η ΔΕΠΟΣ απολαύει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, ως και πάντων των διοικητικών, οικονομικών, και δικονομικών προνομίων, ως εάν είναι αυτό το Δημόσιο.. (ΑΠ 804/2002, ΝΟΜΟΣ). Ορίζοντας η ανωτέρω διάταξη ότι η ΔΕΠΟΣ απολαύει όλων των οικονομικών προνομίων, ως εάν είναι αυτό το Δημόσιο, πρόδηλα λόγω της γενικότητας της διατυπώσεως αυτής, έχει εφαρμογή, επί των οφειλών της ΔΕΠΟΣ, η ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 21 του κώδικα περί δικών του Δημοσίου (Δ/μα 26.6/10.7.1944), κατά την οποία, εξαιρετικώς, ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος των οφειλών του Δημοσίου ορίζεται σε 6% ετησίως «πλην αν άλλως ορίζεται με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής».. (ΑΠ 804/2002, ΝΟΜΟΣ).